Ἀλφεός N. 1.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄμπνευμα — ἀνάπνευμα resting place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπνευμα — ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) [ἀναπνέω] τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο … Dictionary of Greek